WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
come out vi phrasal | (emerge) | βγαίνω ρ αμ |
| Come out of the shadows and stand here in the light where I can see you. |
| Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω. |
come out vi phrasal | (go outside) | βγαίνω έξω ρ αμ + επίρ |
| Did you ask your mom if you can come out and play? |
| Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις; |
come out vi phrasal | informal, figurative (announce you are gay) | αποκαλύπτω ότι είμαι ομοφυλόφιλος περίφρ |
| (αργκό) | κάνω coming out έκφρ |
| After college, Luke decided to come out to his parents. |
| Μετά το πανεπιστήμιο ο Λουκ αποφάσισε να αποκαλύψει στους γονείς του ότι είναι ομοφυλόφιλος. |
come out vi phrasal | informal (book: be published) (για βιβλία, ταινίες) | βγαίνω, δημοσιεύομαι ρ αμ |
| His new novel comes out this autumn. |
| Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο. |
come out vi phrasal | (movie: be released) (καθομιλουμένη) | βγαίνω ρ αμ |
| | κάνω πρεμιέρα περίφρ |
| | κυκλοφορώ ρ αμ |
| In France, new films come out on a Wednesday. |
come out vi phrasal | informal (facts, news: be made public) (για γεγονότα, ειδήσεις) | δημοσιεύομαι ρ αμ |
| If news of the affair comes out he will be ruined. |
| Αν δημοσιευτούν ειδήσεις για τον ερωτικό δεσμό, θα καταστραφεί. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
come out of [sth] vtr phrasal insep | (emerge) (κυριολεκτικά) | εμφανίζομαι, φανερώνομαι ρ αμ |
| | βγαίνω από ρ μ |
| Bears generally come out of hibernation in the Spring. |
| Οι αρκούδες γενικά εμφανίζονται (or: φανερώνονται) μετά τη χειμερία νάρκη την άνοιξη. |
| Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη. |
come out of [sth] vtr phrasal insep | (costs: be subtracted) | αφαιρούμαι, βγαίνω ρ αμ |
| The cost of that broken lamp is going to come out of your pay check. |
| Το κόστος για αυτή τη σπασμένη λάμπα θα καλυφθεί αφού το σχετικό ποσό αφαιρεθεί από τον μισθό σου. |
come out of [sth] vtr phrasal insep | figurative (result) (μεταφορικά) | βγαίνω ρ αμ |
| | προκύπτω ρ αμ |
| Let's hope that something good can come out of this. |
| Ας ελπίσουμε ότι απ' αυτό θα βγει κάτι καλό. |
come out with [sth] vtr phrasal insep | informal (say, utter) (καθομιλουμένη) | ξεστομίζω ρ μ |
| (μεταφορικά) | ξεφουρνίζω ρ μ |
| (αργκό) | τσαμπουνάω ρ μ |
| I couldn't believe she came out with that remark. |
| Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο. |
come out with [sth] vtr phrasal insep | (introduce: new product) | λανσάρω ρ μ |
| | κυκλοφορώ, βγάζω ρ μ |
| The company has come out with a new miracle drug. |
| Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: